ιλαστήριο
Смотреть что такое "ιλαστήριο" в других словарях:
ιλαστήριος — α, ο (ΑΜ ἱλαστήριος, ον θηλ. και ία) [ιλάσκομαι] 1. εξιλαστήριος, εξιλαστικός, εξευμενιστικός 2. το ουδ. ως ουσ. ιλαστήριο(ν) (ενν. ανάθημα) κάτι που προσφέρεται προς εξιλέωση, μέσο εξιλασμού αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱλαστήριον το κάλυμμα τής… … Dictionary of Greek